(Τα ήθη και τα έθιμα της Αποκριάς όπως εμφανίζονται από το συγγραφέα Γιάννη Πουλάκη στο βιβλίο του για τον Πόρο)
|
Κατά τη δεκαετία του '30 οι Ποριώτες και οι Ποριώτισσες ντύνονταν με παρδαλά ρούχα, φόραγαν αυτοσχέδιες μάσκες και έβγαιναν στους δρόμους κατά ομάδες. Άλλοι φορούσαν μάσκες χαρτονένιες, που αγόραζαν από τα μαγαζιά, ενώ άλλοι αυτοσχέδιες μουτσούνες και όλοι ξεχύνονταν, παρέες-παρέες, στους δρόμους και στα σπίτια, που με χαρά και ευχαρίστηση δεχόντουσαν τους μασκαράδες, που τους απλωχέριζαν μεζέδες και κρασί μπόλικο. Όλοι προσπαθούσαν να μαντέψουν ποιος ή ποια κρύβεται πίσω από τη μουτσούνα του μασκαρά. (Από το βιβλίο του Peter Grey «Οι Ποριώτες στο νησί τους», με επιμέλεια του Ποριώτη Γ. Μανιάτη.) |
Τα πιο μεγάλα αποκριάτικα γλέντια μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 50, γινόντουσαν στο Γαλατά έξω από το Δημοτικό Σχολείο, όπου μαζευόταν πολύς κόσμος από τον Πόρο και τα γύρω χωριά. Όλοι οι μασκαράδες από τον Πόρο, μετά την περαντζάδα στο νησί καταλήγανε στο Γαλατά όπου η διασκέδαση κράταγε μέχρι πρωίας.
Το Σάββατο της τελευταίας Αποκριάς στον Πόρο τέτοιες μέρες χάλαγε ο κόσμος. Στα σπίτια, αλλά στις ταβέρνες ιδίως γινότανε το σώσε. Νέοι και νέες, άντρες και γυναίκες, άλλοι ντυμένοι μασκαράδες, άλλοι απλώς ντυμένοι, χαρτοπόλεμος, σεπαρντίνες, γέλια, απόκριάτικα τραγούδια, μπόλικο κρασί, χοροί, έρωτες, όλα ανάκατα.
«Τούτες οι μέρες το ‘χουνε, τούτες οι μέρες το ‘χουνε, τούτες οι μέρες το ‘χουνε, τούτες οι δυο βδομάδες, να τρα-, καλέ μου,
να τρα, να τραγουδάνε τα παιδιά, να τραγουδάνε τα παιδιά, να χαίρονται οι μανάδες.
Ας τρα-, καλέ μου, ας τρα-, ας τραγουδήσω κι ας χαρώ, ας τραγουδήσω κι ας χαρώ, τούτο το καλοκαίρι, του χρό-, καλέ μου,
του χρο- του χρόνου ποιος το ξέρει, του χρόνου τάχατες θα ζω ή θα ‘μαι σ’ άλλα μέρη».
|
Κατά τη δεκαετία του 60, με το μπάσιμο του Τριωδίου αυτό και πολλά άλλα αποκριάτικα και σατυρικά τραγούδια ακουγόντουσαν στους δρόμους, τα σπίτια και στις ταβέρνες του Πόρου, από παρέες και μπουλούκια, που είχανε ντυθεί μασκαράδες.
Άλλοι μασκαρευόντουσαν παπάδες, άλλοι αραπάδες, οι γυναίκες άντρες με ψεύτικα γενομούστακα και οι άντρες γριές ή νιές ή καλοστεκούμενες νοικοκυράδες, με φουσκωμένα από μάλλινα κουβάρια τα στήθια και χοντρές γυναικείες κάλτσες στα πόδια, για να σκεπάζουνε τις μαυρότριχες στις γάμπες τους. Άλλοι ντυνόντουσαν πειρατές, άλλοι τουρκογύφτισσες κι άλλοι καλόγριες. |
Τα μαγαζιά από πολύ νωρίς, τιγκαρισμένα με σαρακοστιανά, χαρτοπόλεμο, σερπαντίνες και μουτσούνες, που τις κοτσάρανε τότε οι μασκαράδες που με τα κέφια τους, τα καμώματά τους και με το συνταύλισμα της φουσαΐτικης ρετσίνας με τα χωρατά και τ’ αστεία τους, κάνανε μεγάλη χαχλαουνία και νταβαντούρι στους δρόμους και τις γειτονιές και κάνανε τον κόσμο να γελάει και να ξεφεύγει λίγο από τις σκοτούρες, τα βάσανα και την ανέχεια της καθημερινότητας.
Νωρίς το απόγευμα συμμορίες από μασκαράδες έμπαιναν στα σπίτια και πιασμένοι χέρι-χέρι άρχιζαν ένα ξέφρενο τραγούδι και χορό γύρω-γύρω στο δωμάτιο. Ήταν πιτσιρικάδες, ντυμένοι με ρόμπες και ποδιές των μανάδων τους τα’ αγόρια και με μακριά σώβρακα κι άλλα αυτοσχέδια ρούχα τα κορίτσια. Τραγούδαγαν αποκριάτικα τραγούδια και χοροπήδαγαν πάνω κάτω, ξεκαρδισμένα στα γέλια, τρώγοντας ένα μεζέ και πίνοντας ένα ποτήρι κρασί που τους προσέφεραν οι νοικοκυράδες. Συνήθως πήγαιναν σε σπίτια γνωστών, γειτόνων και συγγενών, όμως πολλές φορές έμπαιναν και σε όποιο σπίτι έβρισκαν μπροστά τους. Βλέπεις τότε ήτανε μεγάλη προσβολή να μην ανοίξει κανείς την πόρτα του στους μασκαράδες. Παιδικές φωνές τραγουδούσαν θαυμάσια τα αποκριάτικα τραγούδια και χόρευαν σαν άγγελοι, σα να είχαν φτερά και πατάγανε κάτω, όχι από ανάγκη να πατήσουνε, μα μόνο και μόνο για την παιχνιδιάρικη χορευτική τους φιγούρα.
Οι δρόμοι της Μπρίνιας, της Πούντας και του Συνοικισμού, αυτές τις ημέρες γιόμιζαν από μασκαράδες. Το βράδυ τα «μπουλούκια» αυτά έμπαιναν με φασαρία και τραγούδια στις ταβέρνες του Κερά, του Κληροδοτάκου, της Μουγκής και του Ντρούγκα και γινότανε χαμός.
Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες από το Συνοικισμό, ντυνόντουσαν κουδουνάτοι, φορώντας παρδαλά ρούχα, που πάνω τους έδεναν περαστά από τους ώμους κουδούνια, όπως επίσης φορούσαν άλλα κουδούνια και γύρω από την μέση. Τα χτύπαγαν δαιμονισμένα και τραγουδάγανε αποκριάτικα και αθυρόστομα τραγούδια, χωρίς φόβο, αλλά με πάθος και κέφι:
«απ’ όλα τα πετούμενα, ο ψύλλος έχει χάρη, γιατί μπορεί και μπαίνει στα βυζιά, πάει και σουλατσάρει».
Το πιο καλό κουδουνάτο «μπουλούκι», έφτιαχνε ο Συνοικισμός με τον Γ. Μιχαηλίδη τον Φούρναρη, και άλλους της γειτονιάς του. Άκουγες σφυρίγματα, χάχανα, φωνές, γέλια, τα ροκάνια να χαλάνε τον κόσμο, πειράγματα, παλαμάκια, ενώ χαρτοπόλεμος και πολύχρωμες σερπαντίνες γέμιζαν την ατμόσφαιρα.
Τραγούδια αποκριάτικα σαν το παρακάτω αντηχούσαν στους δρόμους και τα στενοσόκακα του Πόρου, αλλά και του Γαλατά:
«Ανάθεμα, καλέ πάπια μου, ανάθεμα τον έρωτα και ποιος τον κάνει φίλο τον άπιστο το σκύλο.
Τον κάνουν οι, καλέ πάπια μου, τον κάνουν οι μελαχρινές κι όλες οι μαυρομάτες, όλες πανάθεμά τες.
Όλες φιλί του δώσαν,α δεν το μετανιώσαν Μον’ μια μικρή, καλέ πάπια μου, μον’ μια μικρή μελαχρινή,
δε θέλει να του δώσει, μα θα το μετανιώσει.»
Τα πιο πολλά αποκριάτικα τραγούδια είναι σατυρικά, όπως το παρακάτω με τους καλόγερους, που τραγουδιόταν πάντοτε από παρέες τις μέρες εκείνες.
«Πως το τρι βρ’ αμάν-αμάν, πως το τρίβουν το πιπέρι πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι.
Με τα γόνατα το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν.
Πως το τρι βρ’ αμάν-αμάν, πως το τρίβουν το πιπέρι πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι.
Με το χέρι τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν.
Πως το τρι βρ’ αμάν-αμάν, πως το τρίβουν το πιπέρι πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι.
Με το κώλο τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν».
Και ταυτόχρονα οι μασκαράδες έκαναν και τις ανάλογες κινήσεις και χειρονομίες, που έδειχναν πως το τρίβανε οι καλόγεροι το πιπέρι.
Τραγούδια όμορφα αποκριάτικα, σατυρικά ακούγονταν όχι μόνο στους δρόμους, αλλά και στα σπίτια και τις ταβέρνες, όπου διασκέδαζε όλος ο κόσμος τις μέρες αυτές, όπως το Λεμονάκι:
«Λε-καλέ-λεμο-νάκι μυρωδάτο(2),
κι από περιβόλι αφράτο,
μη, καλέ, μη παραμυρίζεις τόσο(2)
και με κάνεις και νυχτώσω.
Κι αν, καλέ, κι αν νυχτώσεις παλικάρι (2)
κάτσε νάβγει το φεγγάρι
Να, καλέ, να, σε δώ να σε ιδώ να σε γνωρίσω (2)
να σε διπλοχαιρετίσω.
Σε, καλέ, σε καινούργια βάρκα μπήκα(2)
Και σε περιβόλι βγήκα
Ει- καλέ- είδα, ναύτες παλικάρια(2)
Που μαζεύουνε τα ψάρια.
Πα-καλέ-παλι-κάρια όλα ίσα(2)
Όλα σαν τα κυπαρίσσια
Δει-καλέ-δείξτε μας τη λεβεντιά σας(2)
Και την ομορφαρχοντιά σας.
Αχ- καλε- αχ- καλέ κι εσείς κοπέλες(2)
Με τις κόκκινες κορδέλες
Ση-καλέ-σηκω-θείτε απ’ το τραπέζι(2)
Και συρτόν η μπάντα παίζει.
Ό-καλέ-όλες στο χορό να μπείτε(2)
Και τραγούδι να μας πείτε.
Κι ο-καλέ- κι όποια το χορό χαλάσει(2)
Την κορδέλα της να χάσει».
Δεσποτάδες και παπάδες, καλόγεροι, γέροι και γριές, γυναίκες τρελές για έρωτα ήτανε οι πρωταγωνιστές των αποκριάτικων τραγουδιών όπως το παρακάτω σατυρικό τραγουδάκι του μπάρμπα Γιάννη του κανατά:
“Μπάρμπα Γιάννη βγάλτην έξω……..τη σπιτονοικοκυρά
μπάρμπα Γιάννη βγάλτην έξω……..τη γραβάτα που φοράς,
μπάρμπα Γιάννη Κανατά, μπάρμπα Γιάννη Κανατάααα..».
Σε άλλο τσούρμο κάποιος ντυνότανε παπάς, κανονικός παπάς, με ψεύτικα γένια και ράσα, κράταγε στα χέρια του θυμιατήρι και Βαγγέλιο, που άμα τ’ άνοιγες ξεπετιότανε από μέσα ένα πράμα μακρουλό, σαν ελατήριο. Απ’ όπου περνούσαν γινόταν χαμός.
Σε άλλη ομάδα είχαν μία κάσα και έμπαιναν όλοι μαζί στις ταβέρνες, άφηναν την κάσα πάνω σ’ ένα τραπέζι, άνοιγε το καπάκι κι’ έβγαινε από μέσα ο Αντρέας, ο Μποτζαρέλος. Μετά άρχιζαν όλοι μαζί ένα χασαποσέρβικο διαολεμένο. Στην ταβέρνα γινόταν χαλασμός. Παλαμάκια, χαρτοπόλεμος, σερπαντίνες, κεράσματα, φασαρία. Όλος ο κόσμος σηκωνόταν και χόρευε μαζί τους.
Ένα άλλο όμορφο, αποκριάτικο κι αγαπησιάρικο τραγούδι, που λέγανε τότε στον Πόρο ήταν και τούτο:
«Aκούσατε για να σας πω, για μιά καινούργι’ αγάπη,
μια νέα φαρμακώθηκε, στου έρωτα τα πάθη.
Μια νέα αγάπησε ένα νιό, την αγαπά κι εκείνος,
μα η νέα στάθηκε πιστή, μα άπιστος εκείνος.
Κι έστειλε κι αγόρασε το πιο πικρό φαρμάκι,
κλείστηκε μεσ’ τη κάμαρα, και τόπινε μονάχη
Πεθαίνω εξ’ αιτίας σου, στον Άδη κατεβαίνω,
στα φοβερά κριτήρια, εκεί σε περιμένω.
Θα δεις τα δέντρα ανθηρά, τη φύση ηλιολουσμένη,
Θα δεις και τη μανούλα μου στα μαύρα φορεμένη.
Όταν θα μ’ ανεβάσουνε στης εκκλησιάς τη πόρτα,
βάλε πουλί μου μια φωνή, να μαραθούν τα χόρτα.
Όταν θα μ’ ακουμπήσουνε στης εκκλησιάς τη μέση,
βάλε πουλί μου μια φωνή, το φέρετρο να πέσει.
Κι όταν με κατεβάσουνε τρία σκαλιά στον Άδη,
σου δίνω το ελεύθερο, για ν’ αγαπήσεις άλλη».
Το τραγούδι όμως που τραγουδούσαν όλοι οι Ποριώτες ήτανε το παραδοσιακό δικό τους τραγούδι, το Ποριώτικο.
«Στ’ Αϊ Γιωργιού τ’ ανήφορο ανέβαινα πετώντας,
τώρα μου κόψαν τα φτερά και πάω περπατώντας.
Ρεφρέν 1
Τούρνε και τούρνε, τούρνε και νε
πέστο βρε μάτια μου το ναι.
Πως να το πω εγώ το ναι
που αγαπάω άλλονε.
Στέκω και σε καμαρώνω, απ’ τα νύχια ως τη κορφή
κι ένα σφάλμα δε σου βρίσκω στο σπαθάτο σου κορμί.
Ρεφρέν 2
Έλα μου δω – δεν έρχομαι,
μικρούλα είμαι και ντρέπομαι,
έλα με τη μαΐστρα σου,
που να καεί η χωρίστρα σου.
Ανάθεμά σε Πειραιά, με το Πασαλιμάνι,
που μ’ έκανες και ξέχασα του Πόρου το λιμάνι.
Ρεφρέν 3
Θάρθω με το πλωριό πανί,
για να σου κλέψω ένα φιλί.
Με μπουνάτσα και με κύμα,
να σε χάσω θάναι κρίμα.
Στ’ Αϊ Γιωργιού τα’ ανήφορο, ανέβαινα πετώντας,
τώρα μου κόψαν τα φτερά και πάω περπατώντας.
Ρεφρέν 4
Τούρνε και τούρνε, τούρνε και νε,
πέστο καρδούλα μου το ναι,
πέστο βρε μάτια μου το ναι
και μ’ έχει η μάνα μου ένανε.
Ρεφρέν 5
Άγιε μου Γιώργη γείτονα, ας μ’ έπαιρνες να γλύτωνα.
Απ’ το καημό δε γλύτωνα,
μου τόχουν πει στο κλήδονα».
Ένα άλλο πολύ ωραίο Καλαματιανό που τραγουδούσαν οι παλιοί Ποριώτες, ήτανε το Μελαχρινό:
«Εχθές το βρά-το μελαχρινό, εχθές το βράδυ-βράδυ,
Εχθές το βράδυ-βράδυ, στις τρεις με το φεγγάρι.
Επέρασε – το μελαχρινό, επέρασε ένας νέος,
Επέρασε ένας νέος, μελαχρινός ωραίος.
Και μού’ πε με- το μελαχρινό και μού’ με το στόμα
Και μου’ πε με το στόμα, ελεύθερη είσ’ ακόμα.
Και του’ πα με-το μελαχρινό και του’ πα με τα χείλη
Και του’ πα με τα χείλη, πως μ’ αγαπάνε χίλιοι.
Κι αν σ’ αγαπούν – το μελαχρινό κι αν σ’ αγαπάνε χίλιοι
Κι αν σ’ αγαπάνε χίλιοι, γιατί δεν τ’ αποφασίζεις.
Κι’ εμέ πολλές-το μελαχρινό, ζητούν πολλές χιλιάδες,
Ζητούν πολλές χιλιάδες, ομορφονιές κυράδες’
Μα εγώ εσέ-το μελαχρινό, μα εγώ εσέ αγαπάω,
Μα εγώ εσέ αγαπάω, γι’ αυτό και σε ζητάω.
Κι εγώ εσέ-το μελαχρινό κι εγώ εσέ ζητάω
Κι εγώ εσέ ζητάω, γιατί σε αγαπάω.
Και τις χιλια- το μελαχρινό και τις χιλιάδες τις πολλές
Να τις επάρουν άλλοι, αγάπη μου μεγάλη.
Του λέω ναι-το μελαχρινό, του λέω πως τον αγαπώ
Και τον φιλάω στα χείλη κι ας μ’ αγαπάνε χίλιοι».
Αποκριάτικο τραγουδάκι, που τραγουδούσανε χορεύοντας ήτανε και η Δάφνη:
«Όλες οι Δάφνες-Δάφνες, Μον’ μια μικρούλα Δάφνη,
όλες οι Δαφνοπούλες, δεν θέλει να μου δώσει,
όλες φιλί μου δώσαν, δεν θέλει να μου δώσει,
και δεν το μετανοιώσαν. μα θα το μετανιώσει».
Όποιος έσερνε το χορό, τραγούδαγε πρώτος το δίστιχο κι ύστερα το τραγουδούσαν όλοι μαζί χορεύοντας.
Μερικά από τα αποκριάτικα τραγούδια που τραγουδούσε τότε ο κόσμος ήταν και τα παρακάτω:
MΠΑΤΕ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΟ ΧΟΡΟ
Μπάτε κορίτσια στο χορό τώρα που ’χετε καιρό,
γιατί αύριο θα παντρευτείτε και θα νοικοκυρευτείτε.
Δεν σας αφήνει ο πεθερός να πάτε ’κει που’ ναι ο χορός.
Δεν σας αφήνει η πεθερά να πάτε ’κει που ’ναι η χαρά.
Δεν σας αφήνει ο κύρης σας να γίνει το χατήρι σας.
Δεν σας αφήνουν τα παιδιά να πάτε ’κει που ’ναι η χαρά.
Μπάστε κορίτσια στο χορό, τώρα που ’χετε καιρό,
γιατί αύριο θα παντρευτείτε και θα νοικοκυρευτείτε.-
ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΡΟΔΑ ΜΑΖΕΥΕ
Μια κο-, καλέ μου, μια κο, μια κόρη ρόδα μάζευε.
Μια κόρη ρόδα μάζευε μέσα σε περιβόλι.
Κι ο γιος, καλέ μου, κι ο γιος,
κι ο γιος του Ρήγα πέρασε
κι ο γιος του Ρήγα πέρασε και τηνε χαιρετάει.
Δυο ρο-, καλέ μου, δυο ρο-, δυο ρόδα της εζήτησε.
Δυο ρόδα της εζήτησε και τέσσερα του δίνει.
ΜΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΦΟΡΕΜΕΝΗ
Μια κοκκινοφορεμένη,
την καρδιά μου έχει καμένη.
Δεν μπορώ να τη γελάσω,
το χεράκι της να πιάσω.
Με ορμήνευσε μια θειά της,
μια στενή συγγένισσά της.
«Στο χορό που θα χορεύει,
άντε πιάς ’την απ’ το χέρι,
κι αν δεις και κοκκινίσει,
εσένα θέλει ν’ αγαπήσει,
αν εδείς και κιτρινίσει,
άλλον θέλει ν’ αγαπήσει,
και αν δεις κι αλλάξει βλέμμα,
το καπέλο σου και φεύγα».
Κατά τη δεκαετία του '70, κατά ομάδες τραγούδαγαν αποκριάτικα τραγούδια και μερικές φορές έφτιαχναν γαϊτανάκια στη Ρουκουτίμα και στην Πούντα. Πολλοί Μοραΐτες, συνήθιζαν να μουτζουρώνονται με καπνιά από το τζάκι. Την Τσικνοπέμπτη «τσίκνιζαν» το ψητό κρέας για να μυρίσει στη γειτονιά, γιορτάζοντας την «κρεατινή» Αποκριά και μετά την «Τυρινή», οι νέοι έκλεβαν ένα μακαρόνι και το έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους για να ονειρευτούν ποια θα πάρουν.
|