Τι φορούσαν σε Πόρο-Τροιζήνα
Παρά το γεγονός ότι ο Πόρος είναι νησί, ποτέ δε φορέθηκε η νησιώτικη βράκα για τους άνδρες, αλλά επικράτησε η φουστανέλα για τους άνδρες ενώ για τις γυναίκες μάλλον φορεσιές της ηπειρωτικής χώρας παρά νησιώτικες.
Μετά τον ερχομό του Καποδίστρια άρχισαν όλο και πιο πολλοί να φορούν ευρωπαϊκές ενδυμασίες, σε βαθμό που γύρω στα 1860 εκείνοι που φορούσαν ακόμη φουστανέλα ήταν πολλοί λίγοι και μάλιστα οι γεροντότεροι.
Σ' αυτό συνετέλεσε το γεγονός ότι ο Πόρος ήταν κοντά στην πρωτεύουσα και οι κάτοικοι του είχαν συχνή επικοινωνία με τους κατοίκους της και επομένως προσαρμόστηκαν εύκολα στα νέα ήθη.
Στα 1912 οι ενδυμασίες είχαν πλήρως εξευρωπαϊστεί και μόνο ελάχιστοι επέμεναν σ' ένα είδος φουστανέλας, κυρίως κάτοικοι της υπαίθρου.
Στα 1950, οι Ποριώτισσες της άρχουσας τάξης συναγωνίζονταν ποια θα ράψει το ωραιότερο φόρεμα, στην Αθήνα κυρίως, για να εμφανιστούν στις διάφορες χοροεσπερίδες που γίνονταν στον Πόρο, οι περισσότερες, σε αίθουσα του Προγυμναστηρίου.
Τα Πιστρόφια
Λίγες μέρες πριν από τη γιορτή του Αϊ-Δημήτρη, και το αργότερο μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Νοέμβρη, ξεκινάγανε από το Βαλτέτσι οι τσελιγκάδες και άλλοι τσοπάνηδες με τις φαμίλιες και τα κοπάδια τους να κάνουνε το μακρύ και δύσκολο ταξίδι για το χειμαδιό στον Πόρο και την αντίκρυ στεριά, όπου είχαν τα σπιτοκάλυβά τους για να ξεχειμωνιάσουν.
Έβλεπες να φεύγουνε από το Βαλτέτσι μπουλούκια - μπουλούκια σε μια μακρινή αράδα, άλλοι καβάλα, άλλοι πεζοί, άλλοι φορτωμένοι κι άλλοι λεύτεροι. Στ' άλογα και τα μουλάρια τους, είχανε φορτωμένα όλα τα χρειαζούμενα, ακόμα και τα μακριά παλούκια, που είχανε για να στήσουνε της καλύβες τους πάνω στα βουνά.
Μπροστά πηγαίνανε οι γυναίκες με τις πέτσινες κούνιες, τις λεγόμενες "νάκες", κρεμασμένες στους ώμους, ενώ άλλες γυναίκες σηκώνανε στα χέρια τους τα νεογέννητα αρνάκια, που δυσκολευόντουσαν ακόμα να τρέξουν.
Από πίσω ακολουθούσανε τα κοπάδια με τους νέους και το παιδομάνι. Έβλεπες παιδιά, να τρέχουνε και να φωνάζουν στα τσοπανόσκυλα, να περιμαζέψουνε τα κοπάδια. Στα μουλάρια ήτανε ακόμα φορτωμένα καζάνια, καρδάρες και λεβέτια, τετζερέδες, σκάφες, κότες κρεμασμένες από τα σαμάρια κατωκέφαλα, μπόγοι με ρούχα και κουβέρτες και διάφορα άλλα χρειαζούμενα.
Για καμιά δεκαριά μέρες έβλεπες το ίδιο σκηνικό. Οι τσελιγκάδες με τις στάνες τους εγκαταλείπανε το Βαλτέτσι, μέχρι που το χωριό άδειαζε. Πίσω στο Βαλτέτσι δεν έμενε πια σχεδόν κανείς.
Φεύγοντας από το Βαλτέτσι, την πρώτη μέρα φτάνανε στα Αϊγιωργίτικα και διανυκτερεύανε κοντά στο χωριό Στενό. Το δεύτερο βράδυ, αφού περνάγανε τον Αχλαδόκαμπο, φτάνανε και διανυκτερεύανε στο βουνό, πάνω από τους Μύλους. Την τρίτη μέρα φτάνανε όξω από τ' Ανάπλι και διανυκτερεύανε κοντά στο χωριό Λιοντάρι, ενώ το τέταρτο βράδυ φτάνανε και περνάγανε τη βραδιά τους κοντά στο χωριό Ίρια και το τελευταίο πέμπτο βράδυ, το περνάγανε στη Χώριζα, κοντά στο Ορθολίθι. Από κει άλλοι πέφτανε στη περιοχή από την Κοκκινιά μέχρι το Γαλατά κι άλλοι τραβάγανε για το Θερμίσι και την περιοχή της Ερμιόνης. Πολλές οικογένειες περνάγανε στο νησί και βοσκάγανε τα κοπάδια τους στα βοσκοτόπια του Πόρου.
Ο δρόμος της επιστροφής στο Βαλτέτσι ξεκίναγε πάντα την επόμενη του Αϊ-Γιώργη. Ακολουθούσανε σχεδόν τον ίδιο δρόμο, τα ίδια περάσματα και σε πέντε μέρες φτάνανε στο Βαλτέτσι, όπου τα χιόνια πια είχανε λιώσει και τα βουνά της Αρκαδίας είχανε πια πρασινίσει.
Με τα χρόνια όμως πολλές οικογένειες, επειδή κουραστήκανε απ' αυτό το πήγαινε - έλα, δώσανε όλες τις οικονομίες τους και αγοράσανε μεγάλες εκτάσεις, όπου περνάγανε το χειμώνα τους. Οι εκτάσεις αυτές αρχίζανε από τα κράσπεδα της Ερμιόνης και φτάνανε μέχρι το Δαμαλά, τη σημερινή Τροιζήνα. Μερικοί αγοράσανε εκτάσεις και μέσα στο νησί του Πόρου. Έτσι σιγά σιγά μείνανε όλοι αυτοί, μόνιμα πια, στον Πόρο και το Γαλατά.
Η όμορφη αυτή βαλτετσιώτικη παράδοση των "πιστροφιών" κράτησε μέχρι τη δεκαετία του '60.
Οι ρετσινάδες του Πόρου
Το επάγγελμα του ρετσινά, όπως και άλλα πολλά επαγγέλματα, έχει εγκαταλειφθεί. Οι ρετσινάδες στον Πόρο, ήταν πολλοί, αφού το νησί είναι κατάφυτο με πεύκα. Μεγάλη έκταση εκμεταλλευόταν το Μοναστήρι του Πόρου. Ο Ηγούμενος κάθε τρία χρόνια παραχωρούσε την εκμετάλλευση των πεύκων, που συνήθως την παίρνανε οι έμποροι του ρετσινιού, αλλά και εργοστασιάρχες επεξεργασίας ρητίνης, από το Λαύριο, τη Χαλκίδα και την Ελευσίνα.
Σιγά-σιγά στις δεκαετίες του 1910 και 1920 Αγκιστριώτες ρετσινάδες εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο νησί και πολλοί αγοράσανε δικά τους πευκοδάση.
Η δουλειά του ρετσινά ήταν δύσκολη, επίμονη, σκληρή και με λίγες απολαβές. Ο ρετσινάς ξεκίναγε από το σπίτι του πριν το χάραμα, να προλάβει να φτάσει στον τόπο της δουλείας του πριν το πρώτο φως της ημέρας.
Η δουλειά του ρετσινά άρχιζε στα μέσα περίπου του Απρίλη και τελείωνε στα τέλη Οκτώβρη. Ο ρετσινάς πελεκούσε το πεύκο με ένα σκεπάρνι ειδικό για πεύκα.
Το πελέκημα, "χτύπημα" όπως το λέγανε οι ρετσινάδες, γινότανε στο κάτω μέρος του κορμού του πεύκου, κάνοντας μια κάθετη αποφλοίωση που είχε πλάτος έξι με οκτώ εκατοστά. Το "χτύπημα" του πεύκου ήθελε τέχνη περισσή, αφού έπρεπε να βγει φλούδα λεπτή, σα χαρτί, να μην πληγωθεί σε βάθος το πεύκο. Στη βάση της κοπής σφήνωνε καλά ένα σιδερένιο, μικρό, τριγωνικό κύπελλο, τη "γκράβα", όπου έσταζε εκεί το ρετσίνι του πεύκου σα δάκρυ. Η "γκράβα" μπορούσε να χωρέσει μισή περίπου οκά ρετσίνι.
Την επόμενη χρονιά πελεκούσαν το πεύκο, ξεκινώντας από την κορυφή της παλιάς τομής προς τα πάνω. Η φροντίδα του ρετσινά ήταν να πάρει το ρετσίνι του πεύκου, χωρίς όμως να του δημιουργήσει τομές που θά 'τανε πληγές θανάσιμες για το δέντρο.
Το ρετσίνι το μεταφέρανε στα εργοστάσια επεξεργασίας ρητίνης της Ελευσίνας, της Χαλκίδας και του Λαυρίου. Από την επεξεργασία του ρετσινιού έβγαινε κολοφώνιο, κατράμι και πίσσα, που παλιά χρησιμοποιούσαν στο καλαφάτισμα και το παλάμισμα των καϊκιών. Ρετσίνι ακόμη βάζανε στο μούστο για να γίνει η ρετσίνα.
Οι ξυλοκόποι και οι καρβουνιάρηδες στον Πόρο και στο Γαλατά
Το κάρβουνο (ξυλάνθρακες) τα χρόνια εκείνα το κάνανε με τα καρβουνοκάμινα. Αυτά ήτανε καμίνια φτιαγμένα με ξύλο. Οι καρβουνιάρηδες φτιάχνανε μια ομάδα τρία με τέσσερα άτομα, που ήτανε μεταξύ τους συγγενείς ή φίλοι. Ερχόντουσαν σε συμφωνία με τους νοικοκυραίους που είχανε μεγάλες εκτάσεις, και άλλους κτηματίες της περιοχής και πιάνανε το "τοπιάτικο". Το "τοπιάτικο" ήτανε το αγροτοτεμάχιο που πιάνανε οι καρβουνιάρηδες και πλήρωναν νοίκι στους ιδιοκτήτες. Τις πιο πολλές φορές δεν πληρώνανε, αφού με το ξεχέρσωμα της γης γινότανε η έκταση γόνιμο χωράφι. Πολλοί πήγαιναν στην Κοκκινιά και στο Μπέλεσι, σε κρατικές εκτάσεις και γλιτώνανε το νοίκι. Άλλοι φτιάχνανε καμίνια και μέσα στο νησί.
Τα καρβουνοκάμινα γινόντουσαν τους χειμερινούς ιδίως μήνες και κράταγαν από το Δεκέμβρη μέχρι και τον Απρίλη, σε χρονιές που δεν υπήρχε λαδοπαραγωγή και τα λιοτρίβια ήτανε κλειστά. Το κόψιμο των ξύλων όμως μπορούσε να γίνει όλο το χρόνο. Έτσι αφού βγάζανε μπόλικα κούτσουρα και κόβανε πολλά ξύλα, διαλέγανε ένα ίσωμα, σε μέρος απάνεμο και κοντά σε νερό. Η επιφάνεια του χώρου του καμινιού ήτανε κυκλική, επίπεδη και γύρω άνοιγαν ένα αυλάκι, για να μη μπαίνουνε τα νερά στο χώρο του καμινιού.
Η κατασκευή του καμινιού γινότανε με πρακτικό τρόπο. Μετρούσανε το εμβαδόν του καμινιού με τα βήματα, ανατολικά προς δυτικά και μετά βόρεια προς νότια. Αν τα βήματα ήτανε 6 περίπου μέτρα, το καμίνι θα έβγαζε χίλιες με χίλιες διακόσιες οκάδες κάρβουνο, ενώ αν ήτανε 8 μέτρα, η παραγωγή του κάρβουνου θα ζύγωνε τις 2.000 οκάδες. Το κτίσιμο του καμινιού ήθελε τέχνη και ένας από την ομάδα, ήτανε ο τεχνίτης που αναλάμβανε το κτίσιμο.
Αφού τέλειωναν το κτίσιμο, σκέπαζαν το καμίνι με κλαδιά αγριοχαρουπιάς, σχίνου ή βένιας και πάνω από τα κλαδιά σκέπαζαν το καμίνι με χώμα, την καρβουνίστρα. Ύστερα έριχναν από τη "μπούκα" ξερά ξύλα, δαδιά και μικρά ξερά κούτσουρα και άναβαν φωτιά. Το άφηναν να κάψει καμιά δεκαριά ώρες και μετά σκέπαζαν την έξοδο της "μπούκας" και άνοιγαν σε απόσταση μισού μέτρου από την κορυφή δύο τρύπες και από τις δύο μπάντες του καμινιού, να παίρνει αέρα το καμίνι και να κρατάει ζωντανή τη φωτιά. Μόλις πέρναγε μια μέρα έκλειναν τις τρύπες αυτές και άνοιγαν τέσσερις τρύπες μισό μέτρο χαμηλότερα από τις πρώτες και ούτω καθεξής έφταναν στη βάση όπου άνοιγαν περισσότερες τρύπες για να δυναμώσουν το άναμμα των ξύλων. Η διάρκεια του καμινιού κράταγε καμιά δεκαριά μέρες ανάλογα με το μέγεθος του. Οι καρβουνιάρηδες φυλάγανε με βάρδιες το καμίνι μέρα-νύχτα, γιατί πολλές φορές άνοιγε μόνο του μεγάλη τρύπα, έβγαινε η φωτιά όξω και κινδύνευε όλο το καμίνι να γίνει στάχτη και όχι κάρβουνο. Σήμερα πια κανείς στον Πόρο δεν κάνει τη δουλειά του καρβουνιάρη.
Οι ψαράδες της Πούντας
Από παλιά η γειτονιά των ψαράδων στον Πόρο ήτανε η Πούντα. Σ' όλο το μόλο, από το Μουσείο μέχρι πέρα κοντά στο Σταυρό, έβλεπες βάρκες διχτυάρικες και παραγαδιάρικες, χταποδιάρικες και άλλες βάρκες για πυροφάνι με τη λάμπα ασετιλίνης στο κοράκι, δίπλα σε τράτες, γρι-γρι κι ανεμότρατες ν' αναπαύονται πάνω στα διπλά τους σίδερα, δεμένες με πρυμάτσες.
Γαΐτες και τρεχαντήρια, σακολέβες και παπορόβαρκες, όλες βάρκες ψαράδικες. Όλη η παραλία από τη Βαγγελίστρα μέχρι το Σταυρό ήτανε ένας μεγάλος ταρσανάς. Εκεί μερεμέτιζαν και παλαμίζανε τις βάρκες τους οι παλιοί Ποριώτες.
Οι ψαράδες, χερομάχοι της θάλασσας κάνουνε ακόμα και σήμερα τη δουλειά τους με τα σύνεργα και τη τέχνη που 'μαθαν από τους πατεράδες και τους παππούδες τους. Δίχτυα, καμάκι και παραγάδι. Πιο παλιά δούλευε και το πυροφάνι με γυάλεμα στην ακρογιαλιά, σιγανό κουπί, το κεφάλι μέσα στο γυαλί, το καμάκι στο χέρι και την απόχη από παραγαδόσπαγγο στο πλευρό. Που και που, όταν δεν φαινόταν από τους κάβους κάνα περιπολικό του Λιμενικού, τίναζαν και κανένα δυναμιτάκι, να βγάλουνε ζωντανό δόλο για τα παραγάδια.
|